- σαλαμοποίηση
- η, Νμτφ. (σχετικά με πολιτικό σχηματισμό) σταδιακή κατάτμηση και φθορά με την απόσπαση μελών και στελεχών, ιδίως βουλευτών, και προσέλκυση ή προσχώρησή τους σε άλλον ή άλλους σχηματισμούς, συνήθως με μη έντιμα μέσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαλάμι + -ποίηση, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σαλαμοποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.